εἴσχρωμα

Spanish (DGE)

αἴσχρωμα, -ματος, τό
• Grafía: graf. εἴσχρωμα
infamia o calumnia διαβεβληκέναι ἡμᾶς εἴσχρωμα PStras.652.54, cf. 63 (II d.C.).