[Seite 729] aor. II. zu αἱρέω.
ao.2 Act. de αἱρέω.
see αἱρέω.
v. αἱρέω.
εἷλον: εἱλόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του αἱρέω· εἴλευ, Ιων. βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ.
εἷλον: aor. 2 к αἱρέω.