εὐίσχιος

English (LSJ)

εὐίσχιον, with beautiful hips, γυνή Inscr.Prien.317, cf. AP5.115 (Marc. Arg.); of a horse, with fine quarters, Hippiatr.115; βόες Hsch. s.v. κάμινοι.

German (Pape)

[Seite 1073] mit schönen Hüften, M. Arg. 1 (V, 116).

Russian (Dvoretsky)

εὐίσχιος: с прекрасными бедрами (sc. παρθένος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐίσχιος: -ον, ἔχων καλὰ ἰσχία, Ἀνθ. Π. 5. 116.

Greek Monolingual

εὐίσχιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία ισχία, ωραίους γλουτούς (α. «Μηνοφίλαν εὐίσχιον» β. «εὐίσχιοι βόες»).