εὐαίνητος

English (LSJ)

εὐαίνητον, = εὐαίνετος (much-extolled), Ὀρφεύς Pi. P. 4.177.

German (Pape)

[Seite 1055] wohl gepriesen, Ὀρφεύς, Pind. P. 4, 177.

English (Slater)

εὐαίνητος, much praised, εὐαίνητος Ὀρφεύς (P. 4.177)

Russian (Dvoretsky)

εὐαίνητος: восхваляемый, превозносимый (Ὀρφεύς Pind.).