εὐαλάκατος

English (LSJ)

[ᾰκ], ον Aeol. for εὐηλ-, Theoc.28.22.

German (Pape)

[Seite 1056] dor. = εὐηλάκατος, Theocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une belle quenouille.
Étymologie: εὖ, ἠλακάτη.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾱλάκᾰτος: (λᾰ) обладающая красивой прялкой или красиво прядущая Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱλάκατος: -ον, Δωρ. ἀντὶ εὐηλάκατος, Θεόκρ. 28. 22.

English (Slater)

εὐαλάκατος with fine distaff εὐαλάκ[ Πα. 7. a. 4.

Greek Monolingual

εὐαλάκατος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. ευηλάκατος.

Greek Monotonic

εὐᾱλάκατος: -ον, Δωρ. αντί εὐηλ-.

Middle Liddell

εὐᾱλάκατος, ον [doric for εὐηλάκατος