εὐανάμνηστος

English (LSJ)

εὐανάμνηστον, easily remembering, Hierocl. in CA8p.432M.

German (Pape)

[Seite 1056] der sich leicht erinnert, Hierocl. Pyth. 80, 7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάμνηστος: -ον, εὐκόλως ἀναμιμνησκόμενος, Ἱεροκλ. Πυθ. 80. 7.

Greek Monolingual

εὐανάμνηστος, -ον (Α)
αυτός που θυμάται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-μιμνήσκομαι].