εὐδάκτυλος

English (LSJ)

εὐδάκτυλον, with beautiful fingers, Alciphr.3.67.

German (Pape)

[Seite 1061] schönfingerig, παρθένος, Alciphr. 3, 67.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδάκτῠλος: -ον, ἔχων ὡραίους δακτύλους, Ἀλκίφρων 3. 67.

Greek Monolingual

εὐδάκτυλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία δάκτυλα.