εὐδιόριστος

English (LSJ)

εὐδιόριστον, easy to define, Arist. de An.421a7; easy to distinguish, Gal.7.778.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht zu bestimmen, zu erklären, Arist. de anim. 2, 9.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιόριστος: легко определимый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιόριστος: -ον, εὐκόλως ὁριζόμενος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 1.

Greek Monolingual

εὐδιόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που ορίζεται εύκολα
2. αυτός που διακρίνεται εύκολα.