εὐεπίληστος
German (Pape)
[Seite 1065] leicht vergessend, vergeßlich, τινός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίληστος: -ον, ἀντίθετον τῷ μνημονικός, ὁ εὐκόλως λησμονῶν, ἐπιλήσμων, τινος Εὐστ. Πονημάτ. 306. 65.
Greek Monolingual
εὐεπίληστος, -ον (Μ)
αυτός που ξεχνάει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-ληστος (< επιλήθομαι, παραλλ. τ. του επι-λανθάνομαι)].