εὐηνίως

French (Bailly abrégé)

adv.
docilement.
Étymologie: εὐήνιος.

Russian (Dvoretsky)

εὐηνίως: послушно, покорно, кротко (προσδιαλέγεσθαι Plat.; δέχεσθαι τὴν μάθησιν Plut.).