εὐθενής

English (LSJ)

εὐπαθοῦσα· ἰσχυρά, Hsch.: Sup. εὐθενέστατος
A, οἶκος PIand.62.9 (vi A.D.).

Greek Monolingual

εὐθενής, -ές (Α)
ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθενώ].

German (Pape)

s. εὐθηνής.