εὐθύρριζος

English (LSJ)

εὐθύρριζον, straight-rooted, Thphr. HP 1.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύρριζος: εὐθείας ῥίζας ἔχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1, 7, 2.

Greek Monolingual

εὐθύρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει ίσιες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + ρίζα].

German (Pape)

mit geraden Wurzeln, Theophr.