εὐιώτης

English (LSJ)

εὐιώτου, ὁ, (εὔιος) Bacchic, χοροί Lyr.Alex.Adesp.22:—fem. εὐῐῶτις, ιδος, οἴνη Moschio Trag.6.11.

Greek (Liddell-Scott)

εὐιώτης: -ου, ὁ, (εὔιος) βακχικός, Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1. σ. 86· θηλ. εὐιῶτις, ιδος, Μοσχίων ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 242.

Greek Monolingual

εὐιώτης, ὁ, θηλ. εὐιώτις (Α) εύιος
βακχικός.