εὐκέφαλος

English (LSJ)

εὐκέφαλον, with a good head, Arr.Cyn.4.4 (del. Hercher), Poll. 2.43, Hippiatr.115.

German (Pape)

[Seite 1074] mit gutem Kopf, Arr. cyn. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκέφᾰλος: -ον, καλὴν ἔχων κεφαλήν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4.

Greek Monolingual

εὐκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλή κεφαλή.