εὐκύλικος

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, (κύλιξ) suited to the wine-cup, λαλιή AP7.440.8 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui convient à un festin.
Étymologie: εὖ, κύλιξ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκύλῐκος: ведущийся за кубком вина, застольный (λαλιή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκύλῐκος: -η, -ον, (κύλιξ) ἁρμόζων καλῶς εἰς τὴν κύλικα, εὐκυλίκην λαλιὴν Ἀνθ. Π. 7. 440.

Greek Monolingual

εὐκύλικος, -ίκη, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει καλά στην κύλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυλικος (< κύλιξ, -ικος)].

Greek Monotonic

εὐκύλῐκος: -η, -ον (κύλιξ), κατάλληλος για κούπα κρασιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-κύλῐκος, η, ον κύλιξ
suited to the wine-cup, Anth.