εὐλιτάνευτος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (λιτανεύω) easily entreated, Sch.A.R.1.1141.

German (Pape)

[Seite 1078] leicht zu erbitten, Schol. An. Rh. 1, 1144.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλιτάνευτος: -ον, (λιτανεύω) εὐκόλως εἰς παρακλήσεις ἐνδίδων, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1141.

Greek Monolingual

εὐλιτάνευτος, -ον (Α)
αυτός που ενδίδει εύκολα σε παρακλήσεις, που εξευμενίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιτανεύω.