[ᾱ], ες, v. εὐμήκης.
dor. c. εὐμήκης.
εὐμάκης: ᾱ, ές, Δωρ. ἀντὶ εὐμήκης.
εὐμάκης: (ᾱ) дор. Theocr. = εὐμήκης.
[ᾱ], ες, dor. = εὐμήκης, Theocr. 14.24.