εὐμενέτειρα
German (Pape)
[Seite 1080] ἡ, fem. zum Folgdn, Ep. ad. 428 (IX, 788), nach Brunck für εὐγενέτειρα.
Russian (Dvoretsky)
εὐμενέτειρα: adj. f (v. l. к εὐγενέτειρα) Anth. = εὐμενής.
[Seite 1080] ἡ, fem. zum Folgdn, Ep. ad. 428 (IX, 788), nach Brunck für εὐγενέτειρα.
εὐμενέτειρα: adj. f (v. l. к εὐγενέτειρα) Anth. = εὐμενής.