εὐναιόμενος

German (Pape)

[Seite 1082] gut zu bewohnen, oft in der Il., mit πόλις u. πτολίεθρον u. mit Eigennamen, Βούδειον 16, 572; Σιδονίη Od. 13, 285.

English (Autenrieth)

see ναίω.

Russian (Dvoretsky)

εὐναιόμενος: Hom. = εὐναιετάων.