εὐνοητικῶς
German (Pape)
[Seite 1083] wohlwollend, διακεῖσθαι πρός τινα Stob. ecl. eth. p. 204.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνοητικῶς: Ἐπίρρ. εὐμενῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 204.
[Seite 1083] wohlwollend, διακεῖσθαι πρός τινα Stob. ecl. eth. p. 204.
εὐνοητικῶς: Ἐπίρρ. εὐμενῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 204.