εὐπαιδευσία

English (LSJ)

ἡ, goodness of education, E.Fr.1100, Men.Mon.653, Aret.SD1.6; culture, scholarship, ἐπιστολαὶ -ευσίας μεσταί Philostr. VS1.18.4.

German (Pape)

[Seite 1086] ἡ, das Wesen eines εὐπαίδευτος, gute Erziehung, Bildung, Gelehrsamkeit, B. A. 92; Poll. 9, 161 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαιδευσία:хорошее воспитание Eur., Men.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαιδευσία: ἡ, καλὴ ἐκπαίδευσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 1080, Μενάνδρου Μονόστιχ. 653.

Greek Monolingual

εὐπαιδευσία, ἡ (Α) ευπαίδευτος
1. η καλή μόρφωση
2. η πολυμάθεια.

English (Woodhouse)

good-breeding