εὐπνοέω
English (LSJ)
A = εὔπνοός εἰμι, Arist.Pr.896a32.
II respire freely, ὅταν εὐπνοῇ ὅλον τὸ σῶμα Philistion Fr.4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπνοέω: εὔπνοός εἰμι, Ἀριστ. Προβλ. 10. 48.
Russian (Dvoretsky)
εὐπνοέω: свободно или легко дышать Arst.
A = εὔπνοός εἰμι, Arist.Pr.896a32.
II respire freely, ὅταν εὐπνοῇ ὅλον τὸ σῶμα Philistion Fr.4.
εὐπνοέω: εὔπνοός εἰμι, Ἀριστ. Προβλ. 10. 48.
εὐπνοέω: свободно или легко дышать Arst.