εὐπόρημα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1090] τό, Hülfsmittel, Vortheil, im plur., Alcid. sophist. p. 678, 3.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
εὐπόρημα, τὸ (Α) ευπορώ
όφελος, πλεονέκτημα.
[Seite 1090] τό, Hülfsmittel, Vortheil, im plur., Alcid. sophist. p. 678, 3.
εὐπόρημα, τὸ (Α) ευπορώ
όφελος, πλεονέκτημα.