εὐσίδηρος
English (LSJ)
[ῐ], ον, well-ironed, i.e. bound with iron, Sch.Hes.Sc.270.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσίδηρος: -ον, καλῶς δεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος διὰ σιδήρου, ἁμάξης... εὐσιδήρου Ἰω. Διάκ. εἰς Ἡσ. Ἀσπίδ. 237.
Greek Monolingual
εὐσίδηρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει επικαλυφθεί καλά με σίδηρο.