εὐσπλαγχνίζομαι

Greek (Liddell-Scott)

εὐσπλαγχνίζομαι: Ἰων. Χρυσ. τ. 4. σ. 567 ἔκδ. Παρισ., πρβλ. σπλαγχνίζομαι.

German (Pape)

vom Mitleid bewegt werden, erst Sp.