εὐσταλίη

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.

German (Pape)

ἡ, s. εὐσταλία: Leichtigkeit, Gewandtheit, Hippocr.; leichte Rüstung, καὶ κουφότης τῆς στρατιᾶς Plut. Sert. 13, wo εὐστάλεια zu ändern ist.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσταλίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ εὐστάλεια.