εὐστόμως

French (Bailly abrégé)

adv.
1 d'une voix agréable ou mélodieuse;
2 en un langage clair;
Sp. εὐστομώτατα.
Étymologie: εὔστομος.

Russian (Dvoretsky)

εὐστόμως: с благоговейным молчанием (κεῖσθαι περὶ τῶν θείων Plut.).