εὐχρήστημα

English (LSJ)

-ατος, τό, advantage received, Stoic.3.23.

German (Pape)

τό, der Nutzen, Vorteil, plur., Cic. Fin. 3.21.

Russian (Dvoretsky)

εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.

Greek Monolingual

εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.