εὔαδον

English (LSJ)

v. ἁνδάνω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαδον: ἴδε ἀνδάνω.

Greek Monotonic

εὔᾰδον: Αιολ. αντί ἔᾰδον, αόρ. βʹ του ἁνδάνω.