εὔμναστος

English (LSJ)

εὔμναστον, Dor. for εὔμνηστος.

Russian (Dvoretsky)

εὔμνᾱστος: дор. = εὔμνηστος.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμναστος: -ον, Δωρ. ἀντὶ εὔμνηστος.

Greek Monolingual

εὔμναστος, -ον (Α)
δωρ. τ. του εύμνηστος.

Greek Monotonic

εὔμναστος: Δωρ. αντί εὔ-μνηστος.