εὔχλους

English (LSJ)

-ουν, contr. for εὔχλοος.

French (Bailly abrégé)

v. εὔχλοος.

Middle Liddell

εὔ-χλους, ουν χλόα
verdant, Soph.

German (Pape)

zusammengezogen aus εὔχλοος.