εὔψυκτος

English (LSJ)

εὔψυκτον, easy to cool or easy to chill, Arist.Sens.444a12, Pr.887b31 (Comp.), Gal.1.329.

German (Pape)

[Seite 1111] leicht abzukühlen, Arist. de sens. 5 probl. 2, 26.

Russian (Dvoretsky)

εὔψυκτος:
1 легко охлаждающийся (αἷμα Arst.);
2 зябкий (πόδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔψυκτος: -ον, εὐκόλως ψυχόμενος, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 16. Πρβλ 8. 6.

Greek Monolingual

εὔψυκτος, -ον (Α)
αυτός που ψύχεται καλά.