εὗρον

English (LSJ)

v. εὑρίσκω.

German (Pape)

[Seite 1094] aor. II. zu εὑρίσκω.

French (Bailly abrégé)

v. εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὗρον: aor. 2 к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὗρον: ἴδε εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὗρον: αόρ. βʹ του εὑρίσκω· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.