ζήλη

English (LSJ)

ἡ, female rival, X.Eph.2.11, Aristaenet.1.25 codd.

German (Pape)

[Seite 1138] ἡ, Nebenbuhlerinn, l. d., Aristaenet. 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ζήλη: ἡ, ἀντίζηλος, ἀντεράστρια, Ξενοφ. Ἐφέσ. 2, 11. Ἀρισταίν. 1. 25.

Greek Monolingual

ζήλη, ή (Α) [[[ζήλος]] Ι]
αντίζηλη, αντεράστρια.