ζήτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = ζητητής, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1140] ορος, ὁ, VLL. für ζητήτωρ, = ζητητής.

Greek Monolingual

ζήτωρ, ὁ (Α)
ο ζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός].