ζαπότης

English (LSJ)

ζαπότου, ὁ, toper, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1136] ὁ, starker Zecher, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰπότης: -ου, ὁ, πολυπότης, πολὺ πίνων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζαπότης, ο (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μέθυσος, πολυπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + πότης.