ζεύκτειρα

English (LSJ)

ἡ, fem. from ζευκτήρ, of Aphrodite, Orph. H. 55.3.

German (Pape)

[Seite 1138] ἡ, die Verbinderinn, Aphrodite, Orph. H. 54, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ζεύκτειρα: ἡ, θηλ. ἐκ τοῦ ἑπομ., ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ὕμν. 54. 3.

Greek Monolingual

ζεύκτειρα, ἡ (Α)
βλ. ζευκτήρας.