Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και ζ'λάπι, το (Μ ζουλάπι[ν])νεοελλ.1. άγριο ζώο, ιδίως ο λύκος2. (υβριστ. για πρόσ.) βλάκας, χαζόςμσν.φαρμακευτικό αφέψημα.