ζυγάστριον

English (LSJ)

τό, Dim. of ζύγαστρον, Poll. 7.79, 10.138.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, dim. zum Folgdn, Poll. 10, 138.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγάστριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Πολυδ. Ζ΄, 79, Ι΄, 138.

Greek Monolingual

ζυγάστριον, τὸ (Α) ζύγαστρον
(υποκορ. του ζύγαστρον) μικρό κιβώτιο.