ζυγοδέτης

English (LSJ)

ζυγοδέτου, ὁ, (δέω¹) = ζυγόδεσμον (yoke-band), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, nach Hesych. = Vorigem.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοδέτης: -ου, ὁ, (δέω) = τῷ προηγ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο
(κατά τον Ησύχ.) «ζυγόδεσμος, ὁ ἱμὰς τοῦ ζυγού, ὃν ἔνιοι ζυγοδέτην».