ζυγοκέφαλον

English (LSJ)

τό, tax on land at so much a jugum, CIG2712.5 (Mylasa, v A.D.), Just.Nov.17.8.

German (Pape)

[Seite 1141] τό, Joch, Inscr. 2712.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοκέφαλον: τό, φόρος ἀναλόγως πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀροτριώντων ζευγῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 9, Νεαρ. Ἰουστιν.

Greek Monolingual

ζυγοκέφαλον, το (Α)
έγγειος φόρος που δινόταν σε χρήμα ή είδος ανάλογα με τον αριθμό τών αροτριώντων ζευγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + -κεφαλον (< κεφαλή)].