ζυγοπλάστης

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, Verfälscher der Wage, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος ψευδῆ ἤτοι πλημμελῆ ζυγόν, Σουΐδ.