ζωνάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of ζώνη, Anon. in Rh. 114.19, Hdn. Epim. 41.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, dim. von ζώνη, Hdn. Epimer. p. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ζωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἐπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 41.