ζωναίος
Greek Monolingual
ζωναῖος, -α, -ον (Μ) ζώνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια ζώνη ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές του ουρανού, όπως τον διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ζωναῖοι
υποτιθέμενη από τους αποκρυφιστές τάξη θείων όντων, στοιχείων που προΐστανται στην ουράνια ζώνη
3. φρ. «ζωναῖος κόσμος» — ο κόσμος στον οποίο προΐστανται οι ζωναῖοι.
επίρρ...
ζωναίως (Μ)
κατά τον τρόπο, κατά την ενέργεια τών ζωναίων.