ζωνοδρακοντίς

Greek Monolingual

ζωνοδρακοντίς, -ίδος (Α)
(επίθ. της σελήνης) αυτή που περιβάλλεται, που είναι ζωσμένη από φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + δράκων (θ. δρα-κοντ-) + κατάλ. -ίς].