[Seite 1140] ὁ, = τραγέλαφος, vielleicht Auerochs, Gloss.
ζόμβρος: ὁ, ἴδε ἐν λ. τραγέλαφος ΙΙΙ.
ζόμβρος, ὁ (Α)είδος ταύρου ή βίσωνα.