ζόμβρος

German (Pape)

[Seite 1140] ὁ, = τραγέλαφος, vielleicht Auerochs, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ζόμβρος: ὁ, ἴδε ἐν λ. τραγέλαφος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ζόμβρος, ὁ (Α)
είδος ταύρου ή βίσωνα.