ζώνα

English (Slater)

ζώνα woman's girdle ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα τίκτε θεόφρονα κοῦρον (O. 6.39)

Russian (Dvoretsky)

ζώνα: ἡ дор. = ζώνη.