ζώτειον

English (LSJ)

τό, v. ζήτρειον.

German (Pape)

[Seite 1145] τό, = ζητρεῖον, E. M. 414.

Greek (Liddell-Scott)

ζώτειον: τό, ἴδε ἐν λ. ζήτρειον.