ζῳοκέφαλος

English (LSJ)

ον, animal-headed, Anon. post Max. p. 111L.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοκέφαλος: -ον, ἔχων κεφαλὴν ζῴου, Ὑποθ. τ. Μανέθ. Ἀποτελ. ἐν τῇ ὑπὸ Ludwich ἐκδόσει τοῦ Μαξίμου καὶ τοῦ Ἄμμωνος σ. 111 (Κουμ. Λεξ.).