Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ηδυντικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἡδυντικός, -ή, -όν) ηδύνω αυτός που κάνει κάτιγλυκό και νόστιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικά τα καρυκεύματα αρχ. 1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση 2.το θηλ. ως ουσ.ἡ ἡδυντική η τέχνη της καρυκεύσεως.